λευκοφλεγματώδης

λευκοφλεγματώδης
λευκοφλεγματώδης
affected with dropsy
masc/fem acc pl (attic epic doric)
λευκοφλεγματώδης
affected with dropsy
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
λευκοφλεγματώδης
affected with dropsy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκοφλεγματώδης — λευκοφλεγματώδης, ῶδες (Α) [λευκοφλέγματος] αυτός που έχει προσβληθεί από λευκοφλεγματία* …   Dictionary of Greek

  • λευκοφλεγματίας — λευκοφλεγματίας, ὁ (Α) [λευκοφλέγματος] 1. αυτός που πάσχει από λευκοφλεγματία* 2. λευκοφλεγματώδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”